- ενηλικότητα
- ενηλικότητα, η και ενηλικιότητα, ητο να είναι κάποιος ενήλικος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενηλικότητα — η ενηλικιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενήλικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
ενηλικιότητα — και ενηλικότητα, η η ιδιότητα τού ενηλίκου*, το να είναι κανείς ενήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ενηλικιότητα < ενήλικος με επίδραση τού ηλικία. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωΐδη] … Dictionary of Greek